- εύσχολος
- εὔσχολος, -ον (Α)1. ο εύκαιρος2. αυτός που δεν είναι απασχολημένος (ιδίως σε πόλεμο)3. ήσυχος, ήρεμος4. αυτός που έχει τον χρόνο να ασχοληθεί σοβαρά, να αφοσιωθεί σε κάτι.επίρρ...εὐσχόλως (Μ)με εύσχολο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σχολος (< σχολή), πρβλ. κακό-σχολος, ομό-σχολος].
Dictionary of Greek. 2013.