εύσχολος

εύσχολος
εὔσχολος, -ον (Α)
1. ο εύκαιρος
2. αυτός που δεν είναι απασχολημένος (ιδίως σε πόλεμο)
3. ήσυχος, ήρεμος
4. αυτός που έχει τον χρόνο να ασχοληθεί σοβαρά, να αφοσιωθεί σε κάτι.
επίρρ...
εὐσχόλως (Μ)
με εύσχολο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σχολος (< σχολή), πρβλ. κακό-σχολος, ομό-σχολος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εὔσχολος — unoccupied masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔσχολον — εὔσχολος unoccupied masc/fem acc sg εὔσχολος unoccupied neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐσχολώτερος — εὔσχολος unoccupied masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐσχόλοις — εὔσχολος unoccupied masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔσχολοι — εὔσχολος unoccupied masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευσχολώ — εὐσχολῶ, έω (Α) [εύσχολος] 1. είμαι εύσχολος, ευκαιρώ 2. έχω ευκαιρία να κάνω κάτι …   Dictionary of Greek

  • ευσχολία — εὐσχολία, ἡ (Α) [εύσχολος] σχολή, αργία, ευκαιρία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”